ΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Σύμβαση ΑΛΛΗΛΟΧΡΕΟΥ λογαριασμού

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΛΛΗΛΟΧΡΕΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ
α) ύπαρξη βασικής σχέσης συνεργασίας μεταξύ τράπεζας και πελάτη, η οποία αποτελεί και το υπόβαθρο των ενοχικών αξιώσεων που απορρέουν από τον αλληλόχρεο λογαριασμό.
β) συμφωνία ότι οι απαιτήσεις και οι καταβολές των μερών από τη μεταξύ τους σχέση θα καταχωρούνται σε λογαριασμό, κατά τρόπο ώστε απαιτητό να είναι μόνο το τελικό κατάλοιπο.
γ) η εξίσωση των εκατέρωθεν απαιτήσεων και καταβολών μέχρι το ποσό που καλύπτονται γίνεται με προσθαφαιρέσεις, οι οποίες ισοδυναμούν με συμψηφισμό. Οι καταχωρούμενες στον λογαριασμό απαιτήσεις πρέπει να είναι δεκτικές συμψηφιστικής εκκαθάρισης όχι όμως και δεκτικές συμψηφισμού κατά ΑΚ 440. Οι εισαγόμενες πάντως στον λογαριασμό απαιτήσεις πρέπει να είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, για αυτό δεν μπορούν να εισαχθούν σε αυτόν απαιτήσεις από εγγυητικές επιστολές πριν την κατάπτωσή τους.
δ) απαιτητό είναι μόνο το κατάλοιπο (όχι δηλαδή οι κατ ιδίαν απαιτήσεις που καταχωρίστηκαν στο λογαριασμό) που θα προκύψει υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους. Επομένως πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν είναι γνωστό ποιος θα είναι ο δανειστής του καταλοίπου και ποιος ο οφειλέτης.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ Ή ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΗΛΟΧΡΕΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ

Α. Απώλεια αυτοτέλειας απαιτήσεων
  Αποτέλεσμα της εισόδου των εκατέρωθεν τυχόν απαιτήσεων και καταβολών στον λογαριασμό, κατά την κρατούσα στο ελληνικό δίκαιο άποψη, είναι ότι οι ως άνω απαιτήσεις δεν συμψηφίζονται ούτε ανανεώνονται αμέσως (δηλαδή δεν αποσβήνονται) αλλά καθίστανται απλά χρεοπιστωτικά κονδύλια και χάνουν έτσι τον διαθέσιμο και απαιτητό χαρακτήρα τους, δηλαδή την αυτοτέλειά τους, μη δυνάμενες εν πάση περιπτώσει ως εκ τούτου καθεαυτές, ούτε να εκχωρηθούν (ΑΚ 466), ούτε να κατασχεθούν, ούτε να επιδιωχθούν μεμονωμένα δικαστικά. Αποσβήνονται δε κατά τα τυχόν διαδοχικά ή περιοδικά κλεισίματα του λογαριασμού ελλείψει δε τούτων, κατά το οριστικό κλείσιμο.
Η παραγραφή της απαίτησης, υποστηρίζεται ότι αναστέλλεται, σύμφωνα με ΑΚ 255, που εφαρμόζεται αναλογικά.  Αποκλείεται ακόμα, η μεμονωμένη απόσβεση της απαίτησης, για οποιονδήποτε γενικό λόγο απόσβεσης των ενοχών. Η τυχόν δε γενόμενη καταβολή προς απόσβεση συγκεκριμένης απαίτησης δεν επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά εγγράφεται και αυτή στο λογαριασμό, υποκείμενη στα αποτελέσματα της λειτουργίας του.
Οι απαιτήσεις που καταχωρίζονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό εκκαθαρίζονται κατά τον χρόνο και στον τόπο ειδικότερης συμφωνίας των μερών. Η εκκαθάριση δε αυτή μπορεί να γίνεται περιοδικά ή διαδοχικά. Το κατάλοιπο που προκύπτει από την εκκαθάριση, κατά το περιοδικό και το διαδοχικό κλείσιμο του λογαριασμού, αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου ή μέχρι της εισόδου νέας απαίτησης ή καταβολής και τροποποιείται  συνεχώς με νέες περιοδικές ή διαδοχικές εκκαθαρίσεις μέχρι του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού. Το υπόλοιπο συνιστά ενιαία απαίτηση, στην οποία συγχωνεύονται όλες οι επιμέρους απαιτήσεις και οι καταβολές, στο μέτρο της ποσοτικής τους διαμόρφωσης από τις διενεργούμενες εκκαθαρίσεις. Η απαίτηση επί του υπολοίπου του λογαριασμού υπόκειται στη συνήθη παραγραφή, ανεξάρτητα από την τυχόν αναγνώριση τούτου εκ μέρους του οφειλέτη.
Επιπλέον, η καταχώριση απαίτησης στον λογαριασμό δεν επιφέρει αλλοίωση στη νομική της υπόσταση αλλά όπως προκύπτει από τον σκοπό του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνη επερχόμενη συνέπεια είναι η αναστολή αυτοτελούς ενάσκησής της. Έτσι λοιπόν δεν μπορεί ο δανειστής να ασκήσει αγωγή για εκπλήρωση ληξιπρόθεσμης επιμέρους απαίτησης γιατί θα απορριφθεί ως απαράδεκτη ενώ ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος. Η μη απώλεια του νομικού τους χαρακτήρα έχει ως συνέπεια ότι αν μια από αυτές δεν έχει συνυπολογιστεί κατά την εξαγωγή του καταλοίπου από τον αλληλόχρεο λογαριασμό, μπορεί να απαιτηθεί χωριστά.
Η απώλεια της αυτοτέλειας επιτυγχάνεται με τον συμψηφισμό τους, με τον οποίο γίνεται απόσβεση της οφειλής. Το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι απαιτήσεις χάνουν την αυτοτέλειά τους είναι αυτό της καταχώρισής τους στον αλληλόχρεο λογαριασμό. Το αν ο συμψηφισμός θα γίνει αυτόματα με την είσοδο της απαίτησης στον λογαριασμό ή περιοδικά είναι θέμα συμφωνίας των μερών.
Η απώλεια της αυτοτέλειας συνάγεται και από αρ 669 ΕΝ σύμφωνα με το οποίο “ δύνανται να διεκδικηθώσιν ενόσω υπάρχουσι αναλλοίωτα, καθόλου ή εν μέρει, εμπορεύματα, άτινα παρεδόθησαν προς τον πτωχεύσαντα λόγω παρακαταθήκης ή δια να πωληθώσι δια λογαριασμόν του αποστολέως. Εν τη τελευταία περιπτώσει δύναται να γίνει διεκδίκησις και του τιμήματος των ειρημένων εμπορευμάτων ή μέρους αυτού, αν εισέτι δεν επληρώθη δια χρημάτων ή άλλως, ή δεν κατεχωρήθη εις τον μεταξύ του πτωχεύσαντος και του αγοραστού αλληλόχρεον λογαριασμόν, ή δεν συνεψηφίσθη μεταξύ αυτών”.
Σύμφωνα με την μη κρατούσα άποψη, αποτέλεσμα αυτής της σύμβασης και της εισόδου των εκατέρωθεν τυχόν απαιτήσεων ή/και καταβολών στον λογαριασμό, είναι ότι οι αρχικές απαιτήσεις και εν γένει παροχές, μέσω του συμψηφισμού και ανανέωσης, συγχωνεύονται και αποσβήνονται αμέσως, δημιουργώντας και αντικαθιστάμενες από μία νέα ενιαία απαίτηση, εκείνη του προσωρινού καταλοίπου ή υπολοίπου, στο οποίο βεβαίως καταλογίζονται μειώνοντάς το και οι τυχόν ως παροχές διενεργούμενες εξοφλητικές καταβολές. Και είναι το εκάστοτε αυτό κατάλοιπο- και όχι οι κατ ιδίαν απαιτήσεις όπως υποστηρίζει η κρατούσα άποψη, το οποίο συμφωνείται δυνάμει της σύμβασης του αλληλόχρεου λογαριασμού ως μη διαθέσιμο και απαιτητό ως το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού"

Β. Έλλειψη δυνατότητας επιδίωξης ικανοποίησης απαιτήσεων
Αποτέλεσμα της απώλειας αυτοτέλειας των απαιτήσεων είναι ότι ο δικαιούχος της απαίτησης δεν μπορεί να επιδιώξει πλέον αυτοτελώς την ικανοποίησή της, ούτε να την μεταβιβάσει περαιτέρω. Δεν μπορεί δηλαδή να την εκχωρήσει ή να την ενεχυράσει. Δεν μπορεί επίσης να χρησιμεύσει σε συμψηφισμό εκτός λογαριασμού ή να γίνει αυτοτελές αντικείμενο κατάσχεσης.  Η απαίτηση λοιπόν αφού δεν είναι πλέον αγώγιμη, τυχόν καταψηφιστική αγωγή περί αυτής θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατόπιν ενστάσεως του εναγομένου.

ΕΓΓΥΗΣΗ
α) Ευθύνη του εγγυητή
Σύμφωνα με την ΑΚ 851 ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του οφειλέτη.
Η δημιουργία, το περιεχόμενο και η απόσβεση της εγγύησης εξαρτάται από την κύρια οφειλή, είναι δηλαδή παρεπόμενη σύμβαση , συνεπώς ο εγγυητής δεν μπορεί να βρίσκεται σε επαχθέστερη θέση από τον πρωτοφειλέτη, δηλαδή να ευθύνεται για ποσό μεγαλύτερο από ότι ο τελευταίος. Αντίθετα τυχόν συμφωνία για περιορισμό της ευθύνης του εγγυητή είναι έγκυρη.
Η ασφάλεια η οποία παρέχεται για το κατάλοιπο το οποίο πρόκειται να προκύψει μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού αφορά μόνο το ποσό αυτό και δεν επηρεάζεται από το ύψος του κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Κατά τη νομολογία τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και στην περίπτωση που η εγγύηση παρεσχέθη κατά τη διάρκεια και όχι πριν από την έναρξη λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού, οπότε ο εγγυητής είχε γνώση του υφισταμένου κατά τη χρονική στιγμή της σύμβασης εγγύησης υπολοίπου. Επομένως η ασφάλεια δεν αποσβέννυται ακόμα και αν κάποια από τα υπόλοιπα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού ήταν μηδενικά.

β) ευθύνη σε περίπτωση αύξησης του ποσού της εγγύησης
Στη νομολογία παλαιότερα ανέκυψε το εξής θέμα: Τράπεζα συνήψε με εταιρία σύμβαση ανοίγματος πίστωσης σε αλληλόχρεο λογαριασμό, μέχρι του ποσού των 68.000δρχ, το οποίο με νεώτερη σύμβαση αυξήθηκε σε 80.000 δρχ, για το δε κατάλοιπο μετά το κλείσιμο του λογαριασμού εγγυήθηκαν εγγράφως τρίτα πρόσωπα, μέχρι όμως το ορισθέν με την τροποποίηση της σύμβασης ποσό. Ακλούθησαν και άλλες τροποποιητικές συμβάσεις, οι οποίες αύξησαν το ποσό της πίστωσης μέχρι το 1.100.000 δρχ, χωρίς όμως και να συμπράξουν οι εγγυητές. Ο λογαριασμός έκλεισε μετά από καταγγελία της τράπεζας με κατάλοιπο 119.724 δρχ, δηλαδή με κατάλοιπο μεγαλύτερο εκείνου για το οποίο είχαν δοθεί οι εγγυήσεις κατά την πρώτη τροποποίηση της σύμβασης, ωστόσο όμως καλυπτόμενο από τις λοιπές τροποποιητικές. Έτσι η τράπεζα απαίτησε με αγωγή την καταβολή του υπολοίπου από τους εγγυητές. Τόσο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο δέχτηκαν ότι η εγγύηση κάλυπτε ολόκληρο το κατάλοιπο από το λογαριασμό.
Η κριτική που δέχτηκε η συγκεκριμένη απόφαση βασίζεται στη σκέψη ότι η ευθύνη του εγγυητή δεν θα έπρεπε να επαυξάνεται με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ πρωτοφειλέτη δανειστή στην κατάρτιση της οποίας ο εγγυητής δεν θα είχε συμπράξει. Αντιθέτως η ευθύνη του εγγυητή θα πρέπει να μειώνεται σε περίπτωση που με μεταγενέστερη συμφωνία πρωτοφειλέτη και δανειστή μειώνεται το ποσό της εγγύησης.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σχόλιο του Σπυριδάκη στη συγκεκριμένη απόφαση, καλό είναι να γίνει διάκριση μεταξύ μεταβολών οι οποίες περιορίζουν την έκταση της κύριας οφειλής και μεταβολών οι οποίες αυξάνουν αυτή.
Σύμφωνα με την αρχή του παρεπόμενου και οι μεταβολές της δεύτερης κατηγορίας θα έπρεπε να επηρεάζουν την θέση του εγγυητή. Η λύση αυτή όμως προδήλως εκθέτει σε μεγάλους κινδύνους τον εγγυητή, εγκαταλείποντας αυτόν στην αυθαιρεσία του πρωτοφειλέτη και του δανειστή. Είναι επομένως επιβεβλημένη η διάσπαση της αρχής του παρεπόμενου: η εγγύηση πρέπει να καλύπτει την κύρια οφειλή όχι κατά την εκ δικαιοπρακτικής μεταβολής προελθούσα επαχθέστερη έκταση αυτής, αλλά κατά την αρχική, δηλαδή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης υφιστάμενη. Η λύση αυτή στηρίζεται στα άρθρα του ΑΚ 851, 852 και 853. Θα μπορούσε να στηριχθεί και σε αναλογική εφαρμογή του ΑΚ 1218&2 ή στην ακόλουθη σκέψη: η ευθύνη του εγγυητή απορρέει από την σύμβαση της εγγύησης, δηλαδή από τη βούληση του εγγυητή. Εφόσον από την βούληση του εγγυητή δεν προκύπτει κάτι άλλο, η εγγύηση καλύπτει την κύρια οφειλή όπως αυτή υφίστατο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης. Επίταση ευθύνης εγγυητού, άνευ συγκατάθεσής του δεν είναι δυνατή αφού δεν στηρίζεται στη βούληση του. Μείωση της ευθύνης του, άνευ συναινέσεως αυτού, είναι δυνατή αφού στην αρχική βούληση αυτού για ανάληψη ευθύνης περιέχεται αναμφίβολα και βούληση προς ανάληψη ελάσσονος ευθύνης.
Κατά την πρόσφατη τώρα νομολογία, ο εγγυητής ευθύνεται για την αναγνώριση του καταλοίπου μέχρι το συμφωνηθέν ανώτατο όριο ευθύνης του το οποίο έχει συνομολογηθεί στη σύμβαση εγγύησης, καθώς και για πρόσθετα σύμφωνα μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη ,μέχρι όμως του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει συμβατικός αποκλεισμός της ευθύνης του από την αναγνώριση.

γ) Η διατήρηση της εγγυητικής ευθύνης στην περίπτωση τροποποίησης της σύμβασης πίστωσης σε αλληλόχρεο λογαριασμό χωρίς σύμπραξη του εγγυητή.
Σύμφωνα με τη βασική διάταξη για τη σύμβαση εγγύησης του ΑΚ 849, που ορίζει ότι “η εγγύηση είναι άκυρη αν δεν δηλωθεί εγγράφως” και τα αρ. 851 και 1218&2 ΑΚ- που το τελευταίο από αυτά ορίζει ότι “αν το ενέχυρο έχει συσταθεί για εξασφάλιση ξένης οφειλής, δικαιοπραξία οφειλέτη και δανειστή που γίνεται μετά την ενεχύραση, δεν μπορεί να καταστήσει επαχθέστερη τη θέση του ενεχυραστή”- εξάγεται γενικότερη αρχή, ισχύουσα σε σύσταση κάθε είδους και μορφής ασφάλειας, είτε προσωπικής είτε εμπράγματης (όταν η τρίτη παρέχεται από τρίτο υπέρ του οφειλέτη), με βάση την οποία, συμφωνία ανάμεσα στον οφειλέτη και στο δανειστή, που καθιστά δυσμενέστερη τη θέση του πρώτου δεν δεσμεύει τον ασφαλειοδότη.
Τη νομολογία είχε απασχολήσει η ακόλουθη υπόθεση: η ανάληψη εκ μέρους του Ι.Σ υποχρέωσης για εγγύηση των προς την πιστώτρια τράπεζα οφειλών της πιστούχου εταιρίας, πραγματοποιήθηκε μεν εγγράφως, εντούτοις μετά την εκ μέρους του υπογραφή, η πιστώτρια τράπεζα προέβη σε σύναψη με την πρωτοφειλέτρια εταιρία ερήμην του, ιδιωτικής σύμβασης με την οποία όχι μόνο διαφοροποίησε επί τα χείρω για την πιστούχο εταιρία τους όρους της αρχικής σύμβασης, αλλά προσέτι, ρητά αυτοί όρισαν ότι η ως άνω σύμβαση πίστωσης, όπως αυξήθηκε στη συνέχεια “θα λειτουργεί του λοιπού με τους όρους και συμφωνίες που διαλαμβάνονται στην παρούσα”.
Πράγματι έκτοτε η εκ μέρους της ανοιχθείσα υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρίας εν λόγω πίστωση και οι προς εξυπηρέτησή της από αυτήν τηρούμενοι αλληλόχρεοι λογαριασμοί, λειτούργησαν αποκλειστικά στη βάση των όρων της νέας αυτής συμφωνίας, όπου ο εγγυητής διόλου δεν μετείχε και δεν υπέγραψε, με την αναγκαία συνέπεια, οι γενόμενες έκτοτε και εως το οριστικό κλείσιμο  των λογαριασμών χρεοπιστώσεις και το εξαχθέν χρεωστικό εις βάρος της πιστούχου εταιρίας κατάλοιπο, να προέλθουν στη βάση των νέων αυτών όρων. Επομένως ο εγγυητής, μη υπογράψας τη μεταγενέστερη συμφωνία όχι μόνο δεν ευθύνεται σύμφωνα με το ΑΚ 851  για τους συνομολογηθέντες με αυτή δυσμενέστερους όρους αλλά επιπλέον έπαψε εντελώς να ευθύνεται ως εγγυητής.
Η ερήμην του εγγυητή επελθούσα τροποποιητική της πίστωσης σύμβαση δεν αναφερόταν σε διαφοροποίησή της κατά το ποσό το ανοίγματος, με διατήρηση κατά τα λοιπά των όρων της αρχικής σύμβασης, αλλά αντίθετα αφενός μεν μετέβαλε άρδην το συμβατικό status για το μέλλον και αφετέρου ρητά κατέλυε τους αρχικούς όρους της ενοχής με συνέπεια, το δικαιοπρακτικό θεμέλιο, στο οποίο στηριζόταν η εγγυητική ευθύνη του Ι.Σ , να πάψει να υπάρχει.
Δεν μπορεί επίσης να υποστηριχθεί βάσιμα η ύπαρξη αυτονομίας της δικής του ευθύνης, ανεξάρτητα δηλαδή  και άσχετα από εκείνη της πρωτοφειλέτριας, αφού η ευθύνη του εγγυητή είναι πάντοτε κατά το νόμο παρεπόμενη και όχι ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι εκείνης του οφειλέτη, με τρόπο ώστε να είναι αδιανόητη ευθύνη του εγγυητή με άλλους όρους από εκείνους που ισχύουν για τον οφειλέτη.
Συμπερασματικά, στην περίπτωση που τροποποιηθούν όροι της σύμβασης, χωρίς τη σύμπραξη του εγγυητή, αυτός πλέον δεν ευθύνεται για το κατάλοιπο μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, γιατί η ευθύνη του βασίστηκε αρχικά σε κάποιους όρους που εξέλιπαν στη συνέχεια. Επομένως, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της οφειλής ο εγγυητής δεν θα εξακολουθήσει να ευθύνεται με βάση την αρχική σύμβαση μη υπέχων πλέον καμία ευθύνη εξ αυτής.
δ) Παύση ευθύνης εγγυητή
- Θάνατος εγγυητή
Αν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών που να ρυθμίζει αλλιώς το ζήτημα, ο θάνατος του εγγυητή δεν επιφέρει το κλείσιμο του λογαριασμού.
Οι κληρονόμοι του εγγυητή ευθύνονται κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, στην ίδια έκταση που ευθυνόταν και ο ίδιος για την πληρωμή από τον πρωτοφειλέτη του καταλοίπου το οποίο θα προκύψει κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μέχρι όμως του ποσού για το οποίο εκείνος είχε εγγυηθεί, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κλεισίματος του λογαριασμού.
- Εικονικότητα της σύμβασης
Η εικονικότητα σύμβασης αύξησης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό έχει ως επακόλουθο την ακυρότητα της εγγύησης που τυχόν δόθηκε από τρίτον για το συμβαλλόμενο με την τράπεζα.
-Η απόσβεση της εγγύησης- το πταίσμα του δανειστή
Προϋπόθεση της απόσβεσης της εγγύησης και ελευθέρωσης του εγγυητή είναι να γίνει αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και η αδυναμία αυτή να οφείλεται σε πταίσμα του ίδιου του δανειστή. Την ύπαρξη του πταίσματος αυτού οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εγγυητής.
Από την ανωτέρω ένσταση (της ύπαρξης πταίσματος του ίδιου του δανειστή εκ του οποίου κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη) ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί, πλην όμως η παραίτηση αυτή δεν ισχύει αν ο εγγυητής ισχυρισθεί και αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του δανειστή.
-Η παραίτηση του δανειστή από ασφάλειες
  Κατά ΑΚ 863 ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά από την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής.
-Συνεγγυητές
Μεταξύ των συνεγγυητών σε αλληλόχρεο λογαριασμό υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή. Με την καταβολή του οφειλέτη και την απόσβεση της απαίτησης, αποσβέννυται η απαίτηση και ως προς τον συνεγγυητή.
-Ενστάσεις εγγυητή
Κατ' αρχήν ο εγγυητής έχει κατά του δανειστή όλες τις ενστάσεις που έχει και ο οφειλέτης.
Ο εγγυητής μπορεί να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του, η οποία θα κριθεί από τον δικαστή της ουσίας. Σε περίπτωση που κριθεί ότι υπάρχει βαριά αμέλεια του δανειστή, εξαιτίας της οποίας έγινε αδύνατη  η ικανοποίηση του από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται της ευθύνης του.
-Ένσταση διζήσεως
  Ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως επομένως δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη. Επομένως ο δανειστής μπορεί να στραφεί είτε κατά του πρωτοφειλέτη, είτε κατά του εγγυητή. Η άσκηση του δικαιώματος του μόνο κατά του εγγυητή μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική μόνο αν συντρέχουν ορισμένα περιστατικά που θα είχαν ως αποτέλεσμα την πρόσδοση σε αυτήν του ανωτέρω χαρακτηρισμού.
-Παραίτηση από τις ενστάσεις
  Σε περίπτωση σύμβασης ανοίγματος πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από τις ενστάσεις, οπότε ευθύνεται ως αυτοφειλέτης.
ΑΠ 874/1997: “ σε περίπτωση παροχής εγγυήσεως για την εξασφάλιση απαιτήσεων από σύμβαση παροχής τραπεζικής πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό και αυξήσεως ακολούθως του ποσού της πιστώσεως με νέα σύμβαση που δεν καλύπτεται από την εγγύηση, ο εγγυητής ευθύνεται για το κατάλοιπο του νομίμως κλεισθέντος λογαριασμού, παρά το ότι σεαυτόν εισήλθαν και μη ασφαλιζόμενες με την εγγύησή του απαιτήσεις και είναι πιθανό με τις καταβολές του πρωτοφειλέτη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού να έχουν υπερκαλυφθεί οι ασφαλιζόμενες απαιτήσεις. Τούτο δε διότι ούτε η είσοδος στο λογαριασμό μη ασφαλιζομένων με την εγγύηση απαιτήσεων ούτε η τυχόν κατά τη λειτουργία του ισοσκέλιση του λογαριασμού επηρεάζουν την ευθύνη του εγγυητή για το κατάλοιπο, εκτός αν η Τράπεζα τήρησε κατά τη συμφωνία των μερών χωριστό λογαριασμό για τις εγγυημένες απαιτήσεις και χωριστό για τις μη εγγυημένες, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται μόνο για το κατάλοιπο του λογαριασμού, στον οποίο έχουν εισαχθεί οι καλυπτόμενες με την εγγύηση του απαιτήσεις”.
ΑΠ 266/2001: “Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848 και 851 Α.Κ. και 47 του Ν.Δ. της 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923 προκύπτει ότι ο εγγυητής της απαιτήσεως του δανειστή για την από μέρους του οφειλέτη πληρωμή του καταλοίπου που θα προκύψει από τη λειτουργία συμβάσεως παροχής πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό ευθύνεται, μέχρι του ποσού για το οποίο δόθηκε η εγγύηση, στην καταβολή του καταλοίπου, ανεξαρτήτως αν τούτο διαμορφώθηκε και με την καταχώριση πιστώσεων δυνάμει συμπληρωματικών της αρχικής συμβάσεως του πιστούχου και της δανείστριας Τράπεζας, με τις οποίες απλώς αυξάνεται το ποσό της αρχικής πιστώσεως έστω κι αν δεν ανέλαβε ο εγγυητής ειδικώς την ευθύνη της πληρωμής αφού κατά την έννοια της σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό περιλαμβάνεται η μεταγενέστερη αύξηση της πίστωσης, η οποία συνεπώς καλύπτεται από την ευθύνη που ανέλαβε ο εγγυητής του καταλοίπου. Εξαίρεση ισχύει εάν τηρήθηκε, κατά τη σχετική συμφωνία των μερών, ιδιαίτερος λογαριασμός για τις πιστώσεις, των οποίων την πληρωμή δεν εγγυήθηκε ειδικώς ο εγγυητής, οπότε η ευθύνη αυτού περιορίζεται στην πληρωμή του καταλοίπου του λογαριασμού, στον οποίο έχουν εισαχθεί οι καλυπτόμενες με την εγγύηση πιστώσεις (Α.Π. 1434/1999, 984/1989).”

πηγή: http://www.tsamichas.gr/articles.asp?prssn=3&pid=13
(με τροποποιήσεις)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου