ΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου- Όργανα του κράτους- Η ΒΟΥΛΗ Ι


Η ΒΟΥΛΗ
άμεσο και συλλογικό όργανο του κράτους, αποτελεί το θεμέλιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος

I. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
§         ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ - ΑΡΘΡΟ 55
Η ιδιότητα του εκλογίμου αναγνωρίζεται σε κάθε Έλληνα πολίτη που έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν και συμπληρωμένο, κατά την ημέρα της εκλογής (και όχι της ημερομηνίας θέσης υποψηφιότητας), το εικοστό πέμπτο έτος, ανεξάρτητα με το αν είναι ή όχι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους
Η βουλευτική ιδιότητα αποκτάται με την εκλογή και από την ημέρα της εκλογής αυτοδίκαια, χωρίς δηλαδή να απαιτείται δήλωση αποδοχής. Για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους οι βουλευτές πρέπει να δώσουν τον όρκο που ορίζει το άρθρο 59 Σ.
§         ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ - ΑΡΘΡΟ 56
Τα κωλύματα εκλογιμότητας ορίζονται περιοριστικά από το Σύνταγμα, στο άρθρο 56, και ερμηνεύονται στενά, διότι αποτελούν εξαιρέσεις του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.
Τα απόλυτα κωλύματα (άρθ.56 παρ.4) ισχύουν για όλη την επικράτεια και δεν αίρονται με παραίτηση. Αυτά αφορούν τους πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς που έχουν αναλάβει υποχρέωση να παραμείνουν στην υπηρεσία τους για ορισμένο χρόνο. Τα σχετικά κωλύματα είναι εκείνα που αίρονται με την προηγούμενη παραίτηση του έχοντος την ιδιότητα [γενικά κωλύματα] (άρθρο 56 παρ.1 π.χ. έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, δήμαρχοι, διοικητή ή προέδρου Δ.Σ. ενός ν.π.δ.δ.  κ.ά.) ή που ισχύουν μόνο σε τοπικό επίπεδο [τοπικά κωλύματα, ίδιο άρ. παρ.3].
Αναλυτικότερα, τα σχετικά κωλύματα διακρίνονται σε:
            α)Τα σχετικά  κωλύματα εκλογιμότητας, που ισχύουν για όλη την επικράτεια και αίρονται με παραίτηση πριν την υποβολή υποψηφιότητας, η δε παραίτηση συντελείται με μόνη την υποβολή της χωρίς να χρειάζεται και αποδοχή από την σχετική υπηρεσία ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αυτά προβλέπονται στο άρθρο 56 παρ.1 και αφορούν τα εξής πρόσωπα :
  • έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί (εξαιρούνται οι Καθηγητές Πανεπιστημίων)
  • έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι
  • αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας
  • δήμαρχοι και οι πρόεδροι κοινοτήτων
  • υπάλληλοι και οι διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
  • διοικητές ή πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων των δημόσιων ή δημοτικών επιχειρήσεων
 Όλοι οι παραπάνω υποχρεούνται σε υποβολή παραίτησης πριν την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων. Για τους στρατιωτικούς που παραιτήθηκαν, δεν επιτρέπεται η επάνοδος στην υπηρεσία τους.
β) Τα (σχετικά) τοπικά κωλύματα εκλογιμότητας, που δεν αίρονται ούτε με παραίτηση από τη θέση αυτή, περιγράφονται στο άρθρο 56 παρ.3. και αφορούν τις εξής κατηγορίες :
  • Διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι, σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και άλλων νομικών προσώπων που συνδέονται με το Δημόσιο
  • Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών
  • Ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας
  • Έμμισθοι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
  • Γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων
-> Σημειώνουμε εδώ ότι τα τοπικά αυτά κωλύματα εκλογιμότητας ισχύουν μόνο για τις εκλογικές περιφέρειες όπου εκτεινόταν η αρμοδιότητά τους, για το χρονικό διάστημα των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών της τετραετούς βουλευτικής περιόδου και, άρα, δεν κωλύεται ,π.χ., ο πρόεδρος ενός κοινωφελούς ΝΠΔΔ της Κοζάνης να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογική περιφέρεια Ηρακλείου Κρήτης, εφόσον η αρμοδιότητά του δεν εκτεινόταν ως εκεί.

§         ΤΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ - ΑΡΘΡΟ 57
Τα ασυμβίβαστα είναι ιδιότητες που δεν πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του βουλευτή μετά την εκλογή του (άρθρο 57). Με την αναθεώρηση του 2001 τα ασυμβίβαστα διευρύνθηκαν σε ό,τι αφορά στις οικονομικές λειτουργίες του κράτους, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της πολιτικής διαφθοράς. Ιδιαίτερο ζήτημα ετέθη ως προς το αν οι βουλευτές μπορούν να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. Με την αναθεώρηση του 2001 έγιναν δεκτές ρυθμίσεις για την πλήρη απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος. Οι απαγορεύσεις αυτές κρίθηκαν ατελέσφορες και για τον λόγο τούτο η Αναθεώρηση του 2008 δέχθηκε τον καθορισμό με νόμο των επαγγελμάτων εκείνων που η άσκησή τους απαγορεύεται (επιπλέον όσων ρητώς απαγορεύει το ίδιο το Σύνταγμα).
            Το αξίωμα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστο με το έργο ή την ιδιότητα μέλους του διοικητικού συμβουλίου, διοικητή, γενικού διευθυντή ή υπαλλήλου εμπορικής εταιρείας ή επιχείρησης που απολαμβάνει ειδικά προνόμια ή κρατική επιχορήγηση ή είναι ανάδοχος δημόσιας επιχείρησης, ή κατέχει ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, ή εκδίδει εφημερίδα, ή ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια εξουσία, ή μισθώνει ακίνητα του δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή ο βουλευτής οφείλει, μετά την εκλογή του, να επιλέξει, εντός οκτώ ημερών, μεταξύ της βουλευτικής ιδιότητας και της ασυμβίβαστης ιδιότητας ή έργου. Εάν δεν υποβάλει τη σχετική δήλωση, εκπίπτει από το βουλευτικό αξίωμα. Επίσης, εάν ο βουλευτής, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου αποδεχθεί κάποιο από αυτά τα ασυμβίβαστα, τότε εκπίπτει από το κοινοβουλευτικό αξίωμα.
Για τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών και για τις ενστάσεις, που ασκούνται κατά βουλευτών και αφορούν έλλειψη θετικών προσόντων εκλογιμότητας ή ύπαρξη κωλυμάτων ή ασυμβιβάστων, αποφαίνεται κατά το Σύνταγμα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100), που λειτουργεί ως εκλογοδικείο. Ο έλεγχος γίνεται μόνο μετά από τη νομότυπη υποβολή αίτησης-ένστασης.
ΙΙ. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΗ ΣΚΟΠΙΑ
α) ΑΝΕΥΘΥΝΟ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ (βουλευτική ασυλία)
άρθρο 60 παρ.1 : “Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση”. Νομική συνέπεια της ελεύθερης εντολής είναι ότι 1) η απομάκρυνση ενός βουλευτή από το κόμμα του (π.χ. διαγραφή λόγω αφόρητα για το κόμμα αποκλινουσών απόψεών του) δεν συνεπάγεται την απώλεια της βουλευτικής του ιδιότητας και 2) δεν μπορεί ο εκλογέας να ανακαλέσει τον βουλευτή εάν αυτός δεν κάνει πράξη όσα προεκλογικά υποσχέθηκε (το αντίθετο συμβαίνει στο καθεστώς της «επιτακτικής εντολής», που δεν έχει εφαρμογή στο πολίτευμά μας).
Ζήτημα εμφανίζεται σε σχέση με την ελεύθερη εντολή και την κομματική πειθαρχία του βουλευτή. Κυρίαρχο πρόβλημα συνιστά η σύγκρουση που εμφανίζεται μεταξύ των δύο συνταγματικών αρχών, της ελεύθερης εντολής και της κομματικής πειθαρχίας (όπως συνάγεται από το άρθ. 29 Σ. και από διατάξεις του κανονισμού της Βουλής). Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται με κριτήριο μάλλον το δεύτερο, καθοδηγούμενο από τις πολιτικές ηγεσίες. Η αυστηρή κομματική πειθαρχία δικαιολογείται πάντα με την επίκληση της ενότητας και της αποτελεσματικής λειτουργίας του κόμματος. Το έλλειμμα ενδοκομματικής δημοκρατίας μεταφέρεται στο κοινοβουλευτικό πεδίο και καθίσταται ορατό όταν οι πρόεδροι των κοινοβουλευτικών ομάδων δημόσια δηλώνουν ανενδοίαστα πότε “επιτρέπουν” την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των βουλευτών “κατά συνείδηση”.
Περαιτέρω, ο βουλευτής απολαμβάνει ορισμένα προνόμια που συγκροτούν την βουλευτική ασυλία και συνδέονται με την φύση του λειτουργήματός του. Τα “προνόμια” αυτά είναι θεσμικές εγγυήσεις και εξυπηρετούν κατ’ αρχήν την Βουλή, με σκοπό να παρέχουν στα μέλη του Κοινοβουλίου εγγυήσεις για την ανεξαρτησία τους και την επιτέλεση της λειτουργικής τους αποστολής.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:
Ανεύθυνο
Το ανεύθυνο του βουλευτή  διασφαλίζεται με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1, που ορίζει ότι “ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων”. Το ανεύθυνο του βουλευτή περιλαμβάνει όχι μόνο το ποινικά, αλλά και το αστικά, πειθαρχικά και πολιτικά ανεύθυνο. Χρονικά είναι απεριόριστο, δηλαδή καλύπτει τον βουλευτή και μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.
εξαίρεση: ο βουλευτής διώκεται για συκοφαντική δυσφήμηση ύστερα από άδεια της Βουλής. Η άδεια δίδεται εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημέρα που περιήλθε η έγκληση στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει άδεια ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη.
Ακαταδίωκτο
Το ακαταδίωκτο του βουλευτή θεσπίζεται στο άρθρο 62 παρ. 1 : «Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος». Το ακαταδίωκτο αναφέρεται σε αξιόποινη πράξη του βουλευτή, με εξαίρεση τα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα, και αίρεται αν η Βουλή επιτρέψει την ποινική δίωξη. Η απαγόρευση δίωξης, σύλληψης ή φυλάκισης βουλευτή αφορά κάθε περίπτωση, είτε έχει δημιουργηθεί πριν ή μετά την εκλογή του, είτε έχει σχέση με τα βουλευτικά του καθήκοντα ή όχι, αρκεί κατά το διάστημα που θα έπρεπε να ασκηθεί η δίωξη αυτός είχε τη βουλευτική ιδιότητα.
Την άδεια άρσης του ακαταδίωκτου εξετάζει η Βουλή μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα που διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής. Η Βουλή αποφασίζει με μυστική ψηφοφορία. Την διαδικασία ρυθμίζει λεπτομερώς ο Κανονισμός της Βουλής (άρθ.83 ΚτΒ). Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε εάν η Βουλή δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών.
Διαφορές του ανεύθυνου από το ακαταδίωκτο
§         Το ανεύθυνο αφορά πράξεις σχετικές με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, το ακαταδίωκτο αφορά κάθε  αξιόποινη πράξη, με εξαίρεση τα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα.
§         το ανεύθυνο δεν αίρεται, με εξαίρεση την συκοφαντική δυσφήμηση, το ακαταδίωκτο αίρεται με απόφαση της Βουλής
§         Το ανεύθυνο αφορά κάθε μορφή δίωξης, το ακαταδίωκτο αφορά μόνο την ποινική δίωξη.
§         Το ανεύθυνο δεν έχει χρονικό περιορισμό, το ακαταδίωκτο περιορίζεται στον χρόνο της βουλευτικής περιόδου.

βουλευτικό απόρρητο-Δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας:Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας ή βουλευτικό απόρρητο στηρίζεται στο άρθρο 61 παρ.3, που επιτρέπει στον βουλευτή να αρνηθεί τη μαρτυρία, σχετικά με πληροφορίες που πήρε ή έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή σχετικά με τα πρόσωπα από τα οποία πήρε ή στα οποία έδωσε τις πληροφορίες.
αποζημίωση και ατέλειες :άρθρο 63 παρ.1 ορίζει ότι, οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες, το ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, στο πλαίσιο της αυτονομίας της. Επίσης, οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της καθορίζεται επίσης από την απόφαση την Ολομέλεια της Βουλής.Στην περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας βουλευτή σε περισσότερες από πέντε συνεδριάσεις τον μήνα, κρατείται υποχρεωτικά το ένα τριακοστό της μηνιαίας του αποζημίωσης για κάθε απουσία.

ΙΙΙ. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Α. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η σημαντικότερη αρμοδιότητα της Βουλής των Ελλήνων είναι η νομοθετική, δηλαδή η θέσπιση γενικών και απρόσωπων κανόνων δικαίου. Τη νομοθετική αρμοδιότητα αυτή δεν θα πρέπει να την εννοήσουμε μόνον με τη στενή έννοια, δηλ. την ψήφιση τυπικών νόμων. Έτσι, στη συνέχεια θα παρουσιαστούν όλες οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα περιπτώσεις όπου η Βουλή παράγει γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου.
α1. Η αναθεώρηση του Συντάγματος
Η Βουλή των Ελλήνων ψηφίζει μόνη της, χωρίς δηλ. τη συμμετοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της Κυβέρνησης ως διακριτό αυτοτελές πολιτειακό όργανο, την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η διαδικασία της αναθεώρησης εκτείνεται σε δύο συνεχόμενες περιόδους (άρα σε δύο συνεχόμενες Βουλές) και περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 110 του Συντάγματος και στο άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής.
α2. Η ψήφιση τυπικών νόμων
Η κύρια λειτουργία κάθε νομοθετικού σώματος είναι να συζητά, να επεξεργάζεται και να ψηφίζει τους τυπικούς νόμους, δηλ. τους απρόσωπους και γενικούς κανόνες δικαίου οι οποίοι, όπως έχουμε ήδη πει, εκδίδονται και δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Οι νόμοι ψηφίζονται είτε από την Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων είτε από τις αρμόδιες διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές (στην τελευταία περίπτωση η Ολομέλεια απλώς επικυρώνει με μια γενική πολιτική συζήτηση σε μια συνεδρίαση, χωρίς να υπεισέλθει στις κατ΄ ιδίαν ρυθμίσεις). Το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ποια νομοσχέδια (με βάση το περιεχόμενό τους) συζητούνται και ψηφίζονται από την Ολομέλεια (πχ. τα νομοσχέδια που οργανώνουν την προστασία ενός ατομικού δικαιώματος ή εκείνα που ερμηνεύουν αυθεντικά έναν προηγούμενο νόμο ή ο εκλογικός νόμος κλπ.). Στην Ολομέλεια, επίσης, ψηφίζονται όλοι οι νόμοι για τους οποίους το Σύνταγμα απαιτεί μιαν ειδική πλειοψηφία (πχ. η αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα, η αναγνώριση σε διεθνείς οργανισμούς αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα κλπ.)

α3. Η ψήφιση του Κανονισμού της Βουλής
Η Βουλή ψηφίζει μόνη της (χωρίς, δηλ., τη σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας) τον Κανονισμό της και τις τροποποιήσεις που επιφέρει σε αυτόν (άρθρο 65 παρ. 1 Σ.)
α4. άλλα νομοθετήματα:
§         Η ψήφιση του προϋπολογισμού, του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους και της Βουλής(άρθρο 72 παρ. 1 εδ. β΄ Σ.) 
§         Η έγκριση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης(άρθρο 79 παρ. 8 Σ.)
§         Η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος(άρθρο 44 παρ. 2 Σ.) 
§         Η απόφαση για τη θέση σε εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας (άρθρο 48 Σ.)

α5. Η παροχή συγκατάθεσης για αναστολή των εργασιών της Βουλής των Ελλήνων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών ή για επανάληψη της αναστολής των εργασιών κατά την ίδια βουλευτική σύνοδο
(άρθρο 40 παρ. 3 Σ.).

α6. Η Διαδικασία
Η νομοθετική πρωτοβουλία ασκείται είτε από την Κυβέρνηση (με νομοσχέδια) είτε από την ίδια τη Βουλή των Ελλήνων (με προτάσεις νόμων). Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις (πχ. τα συνταξιοδοτικά θέματα) όπου η πρωτοβουλία προέρχεται μόνον από την Κυβέρνηση (άρθρο 72).
`           Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων συνοδεύονται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση (η οποία αναλύει τους σκοπούς των προτεινομένων ρυθμίσεων) και από το κείμενο των ισχυουσών διατάξεων που καταργούνται ή τροποποιούνται. Επίσης, εάν το νομοσχέδιο ή η πρόταση νόμου συνεπάγεται επιβάρυνση του προϋπολογισμού, συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η οποία καθορίζει το ύψος της δαπάνης, καθώς και από έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και του προτείνοντος Υπουργού για τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθεί η δαπάνη αυτή (ή η τυχόν ελάττωση των εσόδων). Τέλος, τα νομοσχέδια αποστέλλονται στη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η οποία υποβάλλει έκθεση με τις παρατηρήσεις της.`     Τροπολογίες ή προσθήκες σε υπό ψήφιση νομοσχέδια και προτάσεις νόμου μπορούν να υποβάλουν τόσο οι Υπουργοί όσο και οι Βουλευτές. Οι τροπολογίες αυτές πρέπει να κατατεθούν το αργότερο τρεις ημέρες πριν αρχίσει η συζήτηση του νομοσχεδίου.
`           Κάθε νομοσχέδιο παραπέμπεται στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή. Αυτή, εάν μεν πρόκειται για νομοσχέδιο αρμοδιότητας της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, το επεξεργάζεται και το παραπέμπει στην Ολομέλεια για ψήφιση. Εάν το νομοσχέδιο δεν ανήκει στην ανωτέρω κατηγορία, τότε η επιτροπή το επεξεργάζεται και το ψηφίζει. Και στην περίπτωση αυτή το νομοσχέδιο (ή η πρόταση νόμου) εισάγεται στην Ολομέλεια, η οποία όμως το συζητά και το ψηφίζει ενιαία, σε μία συνεδρίαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου